- Δαρειογενής
- Δαρειογενήςborn from Dariusmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαρειογενής — Δαρειογενής, ές (Α) ο γεννημένος από τον Δάρειο («Ξέρξης βασιλεύς Δαρειογενής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Δαρείος + γενής*] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek